τουρκοκρητικός

τουρκοκρητικός
ο
θηλ. τουρκοκρητικιά
1. Κρητικός που εξισλαμίστηκε. 2. μουσουλμάνος κάτοικος της Κρήτης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Τουρκοκρητικός — ο, θηλ. Τουρκοκρητική και Τουρκοκρητικιά, Ν 1. συν. στον πληθ. οι Τουρκοκρητικοί ελληνόφωνοι, γενικά, μουσουλμάνοι που κατοικούσαν στην Κρήτη ώς το 1922 προερχόμενοι από εξισλαμισθέντες χριστιανούς κατά την περίοδο τής τουρκοκρατίας και ιδίως την …   Dictionary of Greek

  • Τουρκοκρής — ητός, ο, Ν (λόγιος τ.) ο Τουρκοκρητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τούρκος + Κρής Κρητός. Η λ., στον πληθ. Τουρκοκρῆτες, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • Αγριολίδης ή Αγριαλής — (1785 – 1828).Τουρκοκρητικός, φανατικός διώκτης των επαναστατημένων Κρητικών, διαβόητος για τις ωμότητές του. Σκοτώθηκε σε ενέδρα από τους επαναστάτες στις 13 Αυγούστου 1828, στη Μεσαρά. Ο φόνος του εξόργισε τους γενίτσαρους, που άρχισαν αμέσως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”